- δίγραμμα
- το (γλωσσολ.)δύο γράμματα που αποδίδουν ένα μόνο φθόγγο (π.χ. αι= e /, ει= / ι / κ.τ.ό.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… … Dictionary of Greek